- τραπεζοφόρον
- τραπεζοφόροςbearing a tablemasc/fem acc sgτραπεζοφόροςbearing a tableneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τραπεζοφόρος — ον,ΜΑ μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ τραπεζοφόρον εκκλ. επικάλυμμα τής Αγίας Τράπεζας αρχ. 1. αυτός που μεταφέρει την τράπεζα 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ τραπεζοφόρος δούλος που μετέφερε το τραπέζι 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ τραπεζοφόρος (στην Αθήνα) ιέρεια τής… … Dictionary of Greek
ИНДИТИЯ — [греч. ἡ ἐνδυτή одеяние; от лат. induo одевать], одно из облачений св. престола в визант. традиции светлая дорогая шелковая или парчовая ткань, к рая полагается поверх нижнего облачения срачицы (греч. κατασάρκα). В литургических памятниках И.… … Православная энциклопедия